λαδοκούμαρο

λαδοκούμαρο
τό
1) глиняный горшочек (для растительного масла); 2) хитрец, пройдоха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λαδοκούμαρο" в других словарях:

  • λαδοκούμαρο — το 1. κουμάρι τού λαδιού, πήλινο ελαιοδοχείο μικρής χωρητικότητας 2. μτφ. πονηρός και συκοφάντης άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + κουμάρι «πήλινο δοχείο»] …   Dictionary of Greek

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»